- εποχθιδιος
- ἐποχθίδιοςἐπ-οχθίδιος3(ῐδ) живущий на высотах, горный (эпитет ореад) Anth.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
εποχθίδιος — ἐποχθίδιος, α, ον (Α) αυτός που βρίσκεται πάνω στην όχθη … Dictionary of Greek
ἐποχθίδιαι — ἐποχθίδιος on fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)